- φυγόλεκτρος
- -ον, Αφυγοδέμνιος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- τού αορ. Β' ἔ-φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + -λεκτρος (< λέκτρον «συζυγικό κρεβάτι, γάμος»), πρβλ. μισό-λεκτρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυγόλεκτρε — φυγόλεκτρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MINERVA — I. MINERVA sapientiae, et bonarum omnium artium dea, ex Iovis cerebro sine matre procreata: Quô commentô significare voluerunt Poetae, bonarum artium disciplinas, humani ingenii non esse inventum, sed ex Iovis cerebro, h. e. inexhausto divinae… … Hofmann J. Lexicon universale
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek